- διέβλεψεν
- он разглядел
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
διέβλεψεν — διαβλέπω stare with eyes wide open aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)